- ρούνοι
- οι лингв., лит. руны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρούνοι — οι, Ν σημεία γραφής τών αρχαίων βορειογερμανικών φύλων, από μετασχηματισμό τού ελληνικού και τού λατινικού αλφαβήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rune < αρχ. αγγλ. run «μυστικό, μυστήριο» < γοτθ. runa «μυστικό, μυστήριο»] … Dictionary of Greek
ρούνοι — οι τα σημάδια της παλιάς γραφής των Τευτόνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρουνικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ρούνους (α. «ρουνική γραφή» β. «ρουνικό αλφάβητο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρούνοι. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek